Τρεκλίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: τρεκλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tántorog, eltolt, megtántorodott, fogeltolás, megingott
Τρεκλίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρεκλίζω

τρεκλίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τρεκλίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • τραχύτητα στα ουγγρικά - érdesség, érdessége, érdességi, egyenetlenség, érdességétől
  • τραύμα στα ουγγρικά - megrázkódtatás, sérülés, trauma, traumát, a trauma
  • τρελούτσικος στα ουγγρικά - kiszámíthatatlan, szokatlan, ostoba, a szokatlan, wacky
  • τρελός στα ουγγρικά - őrült, bolond, crazy, az őrült
Τυχαίες λέξεις
Τρεκλίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tántorog, eltolt, megtántorodott, fogeltolás, megingott