Τρεκλίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τρεκλίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilar, totalizar, cambalear, escalonamento, cambaleio, estupeficar
Τρεκλίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρεκλίζω

τρεκλίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρεκλίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τραχύτητα στα πορτογαλικά - rugosidade, aspereza, rugosidade da, de rugosidade, rugosidade de
  • τραύμα στα πορτογαλικά - lesão, vulnerar, digno, ferida, ferir, ferimento, trauma, ...
  • τρελούτσικος στα πορτογαλικά - louco, insano, excêntrico, maluco, wacky, maluca
  • τρελός στα πορτογαλικά - cavala, louco, insano, doido, louca, crazy, loucura
Τυχαίες λέξεις
Τρεκλίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vacilar, totalizar, cambalear, escalonamento, cambaleio, estupeficar