Додаток στα ελληνικά
Μετάφραση: додаток, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- додатковий στα ελληνικά - συμπληρωματικός, μονός, περαιτέρω, μακρύτερος, πρόσθετος, επιπρόσθετος, παρείσακτος, ...
- додатково στα ελληνικά - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
- додекаедр στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
- додержання στα ελληνικά - παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, εμμονή, τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, τήρησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Додаток στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
Μεταφράσεις: συμπληρώνω, προσχώρηση, απόκτημα, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, ένταξη, κορυφογραμμή, παράρτημα, άνοδος, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης