Αγωγός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγωγός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
махінації, канал
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωγός
αγωγός αε, αγωγός ιστός, αγωγός igb, αγωγός tap, αγωγός south stream, αγωγός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγωγός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγχώδης στα ουκρανικά - тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу
- αγωγή στα ουκρανικά - позов, бій, звинувачування, обвинувачення, учинок, проводження, провідність, ...
- αγωνία στα ουκρανικά - біда, мука, зривши, збентежувати, нездужання, агонія, горе, ...
- αγωνίζομαι στα ουκρανικά - боротися, боротьба, боротьби
Τυχαίες λέξεις
Αγωγός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: махінації, канал
Μεταφράσεις: махінації, канал