Αμβλύνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμβλύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тупий, тупою, тупої, тупой, тупим
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμβλύνω
αμβλύνω μεταφραση, αμβλύνω αντίθετο, αμβλύνω english, αμβλύνω βικιλεξικο, αμβλύνω συνώνυμο, αμβλύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμβλύνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμαρτωλός στα ουκρανικά - грішник, грішний, грішнику, грешник, грішника
- αμαυρώνω στα ουκρανικά - ляпка, чорніти, засмагати, чорніть, загоряти, заплямувати, пляму, ...
- αμβλύς στα ουκρανικά - різкий, брутальний, тупий, грубий, тупою, тупої, тупой, ...
- αμβροσία στα ουκρανικά - перга, амброзія, амброзію
Τυχαίες λέξεις
Αμβλύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тупий, тупою, тупої, тупой, тупим
Μεταφράσεις: тупий, тупою, тупої, тупой, тупим