Βιομηχανικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: βιομηχανικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працьовитий, промислові
Βιομηχανικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βιομηχανικός

βιομηχανικός εργάτης, βιομηχανικός εξοπλισμός, βιομηχανικός μελανισμός, βιομηχανικός φωτισμός, βιομηχανικός σχεδιασμός σύρος, βιομηχανικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βιομηχανικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βιομήχανος στα ουκρανικά - промисловець
  • βιομηχανία στα ουκρανικά - працьовитий, трудолюбний, промисловість, напоїв
  • βιρτουόζος στα ουκρανικά - віртуозність, віртуоз, виртуоз
  • βιόλα στα ουκρανικά - віола, альт
Τυχαίες λέξεις
Βιομηχανικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: працьовитий, промислові