Працьовитий στα ελληνικά

Μετάφραση: працьовитий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιομηχανικός, εργατικός, βιομηχανία, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Працьовитий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видаватися στα ελληνικά - υπερακοντίζω, διαπρέπω, εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανιστεί, εμφανίζεται, εμφανιστούν
  • вібрувати στα ελληνικά - ταλαντώνομαι, δονώ, πάλομαι, δονούμαι, πάλλω, δονείται
  • грамотний στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
  • к-о στα ελληνικά - ανά, κάθε, k, το k
Τυχαίες λέξεις
Працьовитий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιομηχανικός, εργατικός, βιομηχανία, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς