Εξοικειώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξοικειώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призвичаювати, привчіть, призвичаїти, ознайомитися з, ознайомитись з, ознайомитись із, ознайомитися зі
Εξοικειώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνω

εξοικειώνω συνωνυμα, εξοικειώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξοικειώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξοικειωμένος στα ουκρανικά - відомий, знайомий, завсідник, обізнаний, знавець, знайоме, знайома
  • εξοικειώνομαι στα ουκρανικά - призвичаїти, призвичаювати, привчіть, я знайомий
  • εξοκέλλω στα ουκρανικά - ділянку, берег, пасмо, дільниця, ділянка, прядку
  • εξολοθρεύω στα ουκρανικά - викорініть, викорінювати, викоренити, нищити, знищувати
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: призвичаювати, привчіть, призвичаїти, ознайомитися з, ознайомитись з, ознайомитись із, ознайомитися зі