Εξοικειώνω στα σουηδικά

Μετάφραση: εξοικειώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekanta, ta del, kännedom, befatta, kännedom om
Εξοικειώνω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνω

εξοικειώνω συνωνυμα, εξοικειώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξοικειώνω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εξοικειωμένος στα σουηδικά - förtrogen, välbekant, bekant, välbekanta, bekanta
  • εξοικειώνομαι στα σουηδικά - är bekant, är förtrogen, är van, är väl insatt, finnas förtrogen
  • εξοκέλλω στα σουηδικά - tråd, strand, sträng, strängen, Strand
  • εξολοθρεύω στα σουηδικά - utrota, förinta, utplåna, utrotar, intet
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bekanta, ta del, kännedom, befatta, kännedom om