Επιδοκιμασία στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, індосамент, оплески, аплодисменти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδοκιμασία
επιδοκιμασία λεξικο, επιδοκιμασία ετυμολογία, επιδοκιμασία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιδοκιμασία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιδιώκω στα ουκρανικά - згідно, доглядати, залицятися
- επιδοκιμάζω στα ουκρανικά - схвалювати, проголошувати, утверджувати, підтвердити, вітати, санкціонувати, проголосити, ...
- επιδοτώ στα ουκρανικά - субсидувати, субсидіювати, субсидуватиме
- επιδρομή στα ουκρανικά - цькувати, атакувати, атака, нападати, труїти, ура, рейд
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμασία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, індосамент, оплески, аплодисменти
Μεταφράσεις: потвердження, санкція, згоду, згода, апробація, злагода, схвалення, індосамент, оплески, аплодисменти