Επιδοκιμασία στα σουηδικά

Μετάφραση: επιδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
applåder, applåd, applåderna, bifall
Επιδοκιμασία στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδοκιμασία

επιδοκιμασία λεξικο, επιδοκιμασία ετυμολογία, επιδοκιμασία λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιδοκιμασία στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επιδιώκω στα σουηδικά - utöva, förfölja, woo, uppvakta, uppvaktar, woo är
  • επιδοκιμάζω στα σουηδικά - godkänna, godkänner, godkännande, att godkänna, godkännas
  • επιδοτώ στα σουηδικά - subventionera, subventionerar, att subventionera, subventioner
  • επιδρομή στα σουηδικά - anfalla, angrepp, anfall, angripa, överfalla, raid, räd, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμασία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: applåder, applåd, applåderna, bifall