Κενοδοξία στα ουκρανικά

Μετάφραση: κενοδοξία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марність, метушня, суєтність, суєта, марнославство, пихатість, пиха
Κενοδοξία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κενοδοξία

κενοδοξία λεξικό, κενοδοξία ορισμός, κενοδοξία ετυμολογία, ματαιοδοξία κενοδοξία, κενοδοξία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κενοδοξία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κελί στα ουκρανικά - клітка, фотоелемент, клітина, осередок, камера, клітинка, клетка, ...
  • κελαρύζω στα ουκρανικά - лепет, белькотати, отой, той, свист, посвист
  • κεντρί στα ουκρανικά - кусати, жало, тиснуло
  • κεντρίζω στα ουκρανικά - кусати, відросток, шпора, відріг, стимул, жало, пришпорювати, ...
Τυχαίες λέξεις
Κενοδοξία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: марність, метушня, суєтність, суєта, марнославство, пихатість, пиха