Κεντώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κεντώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вартість, вишивати, ціноутворення, розцвічувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεντώ
κεντώ σταυροβελονια, πωσ κεντώ, κεντώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κεντώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κεντρίζω στα ουκρανικά - кусати, відросток, шпора, відріг, стимул, жало, пришпорювати, ...
- κεντρικός στα ουκρανικά - центральний, центрального
- κενό στα ουκρανικά - розривши, бланковий, пролам, порожній, пусте, прогалину, щілина, ...
- κενός στα ουκρανικά - пустій, порожній, переваги, пустої, безтямний, бездіяльний, порожнеча, ...
Τυχαίες λέξεις
Κεντώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вартість, вишивати, ціноутворення, розцвічувати
Μεταφράσεις: вартість, вишивати, ціноутворення, розцвічувати