Κοντάρι στα ουκρανικά
Μετάφραση: κοντάρι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рококо, застарілий, полюс
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοντάρι
κοντάρι αλουμινίου, κοντάρι ομπρέλας κρουστικό 29mm, κοντάρι κεραίας, κοντάρι πτυσσόμενο, κοντάρι ομπρέλας, κοντάρι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοντάρι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κονσέρβα στα ουκρανικά - олово, бляха, олов'яний, жерсть, цину
- κοντά στα ουκρανικά - близький, при, поряд, щільний, скупий, скупій, поруч, ...
- κονταίνω στα ουκρανικά - скоротіться, урізувати, вкорочувати, укорочувати, позбавити, скорочувати, скорочуватиме, ...
- κοντινός στα ουκρανικά - сусідній, суміжний, близько, близьке, наближеним
Τυχαίες λέξεις
Κοντάρι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рококо, застарілий, полюс
Μεταφράσεις: рококо, застарілий, полюс