Κουραφέξαλα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κουραφέξαλα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
базікання, вигадка, горішки, горіхи, орешки
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουραφέξαλα
κουραφέξαλα ετυμολογία, κουραφέξαλα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κουραφέξαλα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κουρέλι στα ουκρανικά - поромник, ганчірки, лахмітник, спростовувати, лахміття, ганчірка, тряпка
- κουρασμένος στα ουκρανικά - одяг, втомлений, стомлений, зморений, втомлена, утомлений
- κουρδίζω στα ουκρανικά - мотив, настроїти, настроювати, мелодія, здригання, налаштувати, набудувати, ...
- κουρελιασμένος στα ουκρανικά - лють, обірваний, обідраний, обшарпаний, обдертий
Τυχαίες λέξεις
Κουραφέξαλα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: базікання, вигадка, горішки, горіхи, орешки
Μεταφράσεις: базікання, вигадка, горішки, горіхи, орешки