Спокушати στα ελληνικά
Μετάφραση: спокушати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσελκύω, μαυλίζω, ξελογιάζω, τραβώ, παρασύρω, αποπλανώ, επισύρω, δελεάζω, κρεμιέμαι, έλκω, κουνώ, επαινώ, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аплікатура στα ελληνικά - δακτυλισμοί, fingerings, δακτυλοθεσίας, δακτυλοθετήσει, δακτυλισμούς
- грак στα ελληνικά - πύργος, απατεών, απατώ, κορώνη, κουρούνα, κορόιδο
- древній στα ελληνικά - ηλικιωμένος, ηλικίας, αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
- замирення στα ελληνικά - ειρήνευση, ειρήνευσης, την ειρήνευση, η ειρήνευση, εγκαθίδρυση της ειρήνης
Τυχαίες λέξεις
Спокушати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσελκύω, μαυλίζω, ξελογιάζω, τραβώ, παρασύρω, αποπλανώ, επισύρω, δελεάζω, κρεμιέμαι, έλκω, κουνώ, επαινώ, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει
Μεταφράσεις: προσελκύω, μαυλίζω, ξελογιάζω, τραβώ, παρασύρω, αποπλανώ, επισύρω, δελεάζω, κρεμιέμαι, έλκω, κουνώ, επαινώ, αποπλανήσει, αποπλανεί, γοητεύσει, σαγηνεύσει