Удержати στα ελληνικά

Μετάφραση: удержати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντός, μέσα, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Удержати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доброта στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
  • куштувати στα ελληνικά - εκδικάζω, δοκιμάζω, προσπαθώ, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, ...
  • лавочка στα ελληνικά - σκαμπό, έδρανο, σκαμνί, πάγκος, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, ...
  • максимуми στα ελληνικά - maxima, μέγιστα, μεγίστων, ανώτατα όρια, μέγιστες τιμές
Τυχαίες λέξεις
Удержати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντός, μέσα, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει