Παρέκκλιση στα ουκρανικά
Μετάφραση: παρέκκλιση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
омана, відхилення, помилка, аберація, збочення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρέκκλιση
παρέκκλιση λεξικό, παρέκκλιση english, παρέκκλιση ορισμός, γενετική παρέκκλιση, οπορτουνιστική παρέκκλιση, παρέκκλιση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παρέκκλιση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παρέα στα ουκρανικά - суб'єкт, загін, гости, особа, суб'єкта, співрозмовник, партійний, ...
- παρέκβαση στα ουκρανικά - відступ, відвертання, відхилення, відведення, збочення, розважання, відступлення
- παρέλαση στα ουκρανικά - крокувати, обробка, оброблення, шикувати, парад, шикуватися, стерилізація, ...
- παρέχω στα ουκρανικά - підводити, подарувати, доводить, живлення, нагороджувати, поміщати, провіант, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρέκκλιση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: омана, відхилення, помилка, аберація, збочення
Μεταφράσεις: омана, відхилення, помилка, аберація, збочення