Παρέκκλιση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: παρέκκλιση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aberração, desvio, desvios, desvio de, o desvio
Παρέκκλιση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρέκκλιση

παρέκκλιση λεξικό, παρέκκλιση english, παρέκκλιση ορισμός, γενετική παρέκκλιση, οπορτουνιστική παρέκκλιση, παρέκκλιση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παρέκκλιση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παρέα στα πορτογαλικά - partida, facção, companhia, partido, perdiz, bandeira, camaradagem, ...
  • παρέκβαση στα πορτογαλικά - diversão, recreio, prazer, diversificar, digressão, divagação, desvio, ...
  • παρέλαση στα πορτογαλικά - procissão, desfilar, cortejo, desfile, parada, parade, desfile de, ...
  • παρέχω στα πορτογαλικά - providenciar, prover, provar, dar, abastecer, rogar, entregar, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρέκκλιση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aberração, desvio, desvios, desvio de, o desvio