Παρεμβολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: παρεμβολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втручається, втручання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμβολή
παρεμβολή μαθηματικά, παρεμβολή συνώνυμα, παρεμβολή lagrange, παρεμβολή english, παρεμβολή hermite, παρεμβολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παρεμβολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παρεμβάλλω στα ουκρανικά - вставляти, вставити
- παρεμβαίνω στα ουκρανικά - суміжний, втручатися, втручатись, втручатиметься
- παρεμποδίζω στα ουκρανικά - шкутильгати, шкандибати
- παρενοχλώ στα ουκρανικά - борсук, роздратування, тривожити, подразники, знесильте, турбувати, розбудовувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: втручається, втручання
Μεταφράσεις: втручається, втручання