Πολεμιστής στα ουκρανικά
Μετάφραση: πολεμιστής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непримиренний, суперечливий, воюючий, непримиримий, воїн, вояк, воин
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολεμιστής
πολεμιστής του φωτός, πολεμιστής tattoo, σπαρτιάτης πολεμιστής, πολεμιστής στον άνεμο, ειρηνικός πολεμιστής, πολεμιστής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολεμιστής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πολίτης στα ουκρανικά - громадянка, мешканець, городянин, городянка, громадянин, громадянина
- πολεμικός στα ουκρανικά - куниці, полеміка
- πολικός στα ουκρανικά - полярний, полярне
- πολιορκία στα ουκρανικά - облога, довгий, Осада, облогу
Τυχαίες λέξεις
Πολεμιστής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непримиренний, суперечливий, воюючий, непримиримий, воїн, вояк, воин
Μεταφράσεις: непримиренний, суперечливий, воюючий, непримиримий, воїн, вояк, воин