Πολυτέλεια στα ουκρανικά
Μετάφραση: πολυτέλεια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкішно, розкіш, розкоші
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολυτέλεια
πολυτέλεια συνώνυμο, φορος πολυτέλεια, πολυτέλεια αντώνυμο, πολυτέλεια αντίθετο, πολυτέλεια αποφθέγματα, πολυτέλεια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολυτέλεια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πολυσύνθετος στα ουκρανικά - комплексний, комплекс, складний
- πολυτάραχος στα ουκρανικά - бурхливий, непокірний, буйний, неспокійний, бурхливе
- πολυτελής στα ουκρανικά - розкоші, розкішно, жайворонок, розкішний, розкішне
- πολύ στα ουκρανικά - дуже-дуже, жвавість, дуже, піднесено, вельми, надто, значно
Τυχαίες λέξεις
Πολυτέλεια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розкішно, розкіш, розкоші
Μεταφράσεις: розкішно, розкіш, розкоші