Προσβολή στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσβολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ізолятори, ображати, ображання, образа, злочинство, насилувати, злочин, наступ, атака, атаку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβολή
προσβολή κληρονομικού δικαιώματος, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, προσβολή νεκρού νόμος, προσβολή συνώνυμα, προσβολή της σύνθεσης ή της λειτουργίας του κοινοβουλίου, προσβολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσβολή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσβάλλω στα ουκρανικά - зачіпати, образити, ізолятори, легкий, тендітний, слабкий, ображати, ...
- προσβλητικός στα ουκρανικά - наступальний, наступ, образливий, ображений, настання
- προσγείωση στα ουκρανικά - землевласник, орендар, посадка, посадку, садіння
- προσγειώνομαι στα ουκρανικά - гострий, висаджувати, висаджуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Προσβολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ізолятори, ображати, ображання, образа, злочинство, насилувати, злочин, наступ, атака, атаку
Μεταφράσεις: ізолятори, ображати, ображання, образа, злочинство, насилувати, злочин, наступ, атака, атаку