Змінювати στα ελληνικά
Μετάφραση: змінювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, επιτελείο, βολή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
Μεταφράσεις
- змінюваний στα ελληνικά - αφαιρούμενη, αφαιρούμενα, αφαιρούμενο, αποσπώμενο, αποσπώμενη
- змінюваність στα ελληνικά - μετατρεψιμότητα, μετακινητό, αφαιρεσιμότητα, αφαιρεσιμότητας, δυνατότητα αφαίρεσης, η αφαιρεσιμότητα
- змінює στα ελληνικά - τροποποιώ, παραλλάζω, αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, οι αλλαγές, τροποποιήσεις
- зміняти στα ελληνικά - διάστημα, ορθογραφώ, επιτυγχάνω, συλλαβίζω, ξόρκι, πετυχαίνω, σημάνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Змінювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, επιτελείο, βολή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
Μεταφράσεις: ρίξιμο, επιτελείο, βολή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή