Метнути στα ελληνικά

Μετάφραση: метнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίξιμο, βολή, επιτελείο, μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, παχιού τεμαχίου, το κομμάτι
Метнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • метеорології στα ελληνικά - μετεωρολόγος, μετεωρολογία, Μετεωρολογίας, τη μετεωρολογία, της μετεωρολογίας, η μετεωρολογία
  • меткий στα ελληνικά - συναγερμός, συναγερμού, προειδοποίησης, ειδοποίησης, ειδοποίηση
  • метод στα ελληνικά - μακέτα, μανεκέν, μοντέλο, τεχνική, μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, ...
  • методи στα ελληνικά - μετριόφρων, σεμνός, Μέθοδοι, Τρόποι, μεθόδους, Methods, Οι μέθοδοι
Τυχαίες λέξεις
Метнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίξιμο, βολή, επιτελείο, μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, παχιού τεμαχίου, το κομμάτι