Ρυμουλκώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: ρυμουλκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відбуксирувати, буксирувати, буксирування, тягти, буксировка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρυμουλκώ
ρυμουλκώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ρυμουλκώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ρυθμιστής στα ουκρανικά - регламент, статут, регулятор, регулювальник
- ρυθμός στα ουκρανικά - простувати, прямувати, інохідь, шаг, площадка, ритм, ритму
- ρυπαίνω στα ουκρανικά - пляма, пляму, брудніть, паплюжити, ганьбити, порочити, порочить, ...
- ρυτίδα στα ουκρανικά - липи, зморшка, зморшки, морщина, глибока зморшка
Τυχαίες λέξεις
Ρυμουλκώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відбуксирувати, буксирувати, буксирування, тягти, буксировка
Μεταφράσεις: відбуксирувати, буксирувати, буксирування, тягти, буксировка