Τρέλα στα ουκρανικά

Μετάφραση: τρέλα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
манія, божевільний, примха, мания
Τρέλα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέλα

τρέλα ερωτευμένοσ, τρέλα στίχοι, τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης, τρέλα ή τρέλλα, τρέλα συμπτώματα, τρέλα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρέλα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τράπεζα στα ουκρανικά - шар, насип, верстак, лавка, банк, банку
  • τράπουλα στα ουκρανικά - переповнити, короб, законсервувати, пака, купа, колода карт, колода
  • τρέλες στα ουκρανικά - пустощі, витівка, дурниці, дурості, дурість, дурощі, глупоти
  • τρέμω στα ουκρανικά - б'ючись, дрижати, бити, тремтіння, б'ючи, чотиривірші, звільнення, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρέλα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: манія, божевільний, примха, мания