Τρέλα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρέλα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
loucura, mania, raiva, craze, moda, mania de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρέλα
τρέλα ερωτευμένοσ, τρέλα στίχοι, τρέλα είναι απλά μια άλλη μορφή της συνείδησης, τρέλα ή τρέλλα, τρέλα συμπτώματα, τρέλα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρέλα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τράπεζα στα πορτογαλικά - margem, banco, bancária, banco de, bancário
- τράπουλα στα πορτογαλικά - turma, bloco, cáfila, bando, pilha, pacífico, acervo, ...
- τρέλες στα πορτογαλικά - loucuras, tolices, insensatez, follies, desatinos
- τρέμω στα πορτογαλικά - vibrações, trema, flexível, tronco, tremer, cintilação, cuscuta, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρέλα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: loucura, mania, raiva, craze, moda, mania de
Μεταφράσεις: loucura, mania, raiva, craze, moda, mania de