Τσόφλι στα ουκρανικά
Μετάφραση: τσόφλι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стручок
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσόφλι
τσόφλι αυγού, τσόφλι αμυγδάλου, τσόφλι αυγών, τσόφλι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσόφλι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τσόκαρο στα ουκρανικά - засмічення, пута, Паттен
- τσόντα στα ουκρανικά - вставка, вставлення, вставити
- τσόχα στα ουκρανικά - фетр, фетровий, повсть, войлок
- τυλίγω στα ουκρανικά - убирати, засинати, засипати, драпіровка, поратися, суперечка, поратись, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσόφλι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стручок
Μεταφράσεις: стручок