Ασθενής στα πολωνικά

Μετάφραση: ασθενής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kuracjuszka, kuracjusz, pacjent, cierpliwy, chory, pacjenta, cierpliwość
Ασθενής στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασθενής

ασθενής με mers, ασθενής και ωδιπόρος, ασθενής σε καταστολή, ασθενής και, ασθενής με αφασία ακούει τους γιατρούς να συζητούν για τη δωρεά των οργάνων του, ασθενής λεξικό γλώσσας πολωνικά, ασθενής στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ασημαντότητα στα πολωνικά - znikomość, nieistotność, insignificance, niewielkie znaczenie, błahość
  • ασθένεια στα πολωνικά - schorzenie, borykanie, nieszczęście, niedomaganie, choroba, przypadłość, ból, ...
  • ασθενικός στα πολωνικά - słabo, kiepski, chorowity, mdły, chorowitym, chorowite, chorowita
  • ασθμαίνω στα πολωνικά - sapanie, dyszenie, sapać, dyszeć, pant, spodnie, spodni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασθενής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kuracjuszka, kuracjusz, pacjent, cierpliwy, chory, pacjenta, cierpliwość