Ασθενής στα ρωσικά

Μετάφραση: ασθενής, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
больной, пациент, терпеливый, раненый, пациента, пациенту, терпеливы
Ασθενής στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασθενής

ασθενής με mers, ασθενής και ωδιπόρος, ασθενής σε καταστολή, ασθενής και, ασθενής με αφασία ακούει τους γιατρούς να συζητούν για τη δωρεά των οργάνων του, ασθενής λεξικό γλώσσας ρωσικά, ασθενής στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ασημαντότητα στα ρωσικά - бессодержательность, незначительность, ничтожность, маловажность, ничтожество, незначительности, незначимость
  • ασθένεια στα ρωσικά - недуг, заболевание, хворь, психоз, нездоровье, болезнь, болезни, ...
  • ασθενικός στα ρωσικά - малосильный, болезненный, бессильный, слабосильный, беспомощный, немощный, мягкотелый, ...
  • ασθμαίνω στα ρωσικά - удушье, охать, задохнуться, вздыхать, задыхаться, ахнуть, тяжелое дыхание, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασθενής στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: больной, пациент, терпеливый, раненый, пациента, пациенту, терпеливы