Ασθενής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασθενής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
paciente, paciência, doente, pacientes, do paciente, doentes
Ασθενής στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασθενής

ασθενής με mers, ασθενής και ωδιπόρος, ασθενής σε καταστολή, ασθενής και, ασθενής με αφασία ακούει τους γιατρούς να συζητούν για τη δωρεά των οργάνων του, ασθενής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασθενής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασημαντότητα στα πορτογαλικά - insignificância, insignificante, fraca importância, insignificantes, insignificance
  • ασθένεια στα πορτογαλικά - desprezar, doença, desdenhar, doenças, da doença, doença de, a doença
  • ασθενικός στα πορτογαλικά - frágil, caduco, débil, fraco, decrépito, doentio, doente, ...
  • ασθμαίνω στα πορτογαλικά - arfar, latejar, pant, calça, cuecas
Τυχαίες λέξεις
Ασθενής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: paciente, paciência, doente, pacientes, do paciente, doentes