Μόδα στα δανικά
Μετάφραση: μόδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tendens, mode, måde, tilbøjelighed, facon, fashion, vis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόδα
μόδα παπούτσια καλοκαίρι 2014, μόδα και νέοι, μόδα βικιπαίδεια, μόδα για παχουλές, μόδα καλοκαίρι 2014, μόδα λεξικό γλώσσας δανικά, μόδα στα δανικά
Μεταφράσεις
- μωρό στα δανικά - spædbarn, Baby, barn, barnet, Børn, baby-
- μωρόπιστος στα δανικά - godtroende, naive, blåøjet, blåøjede
- μόλις στα δανικά - blot, præcis, nøjagtig, fair, billig, bare, nøjagtigt, ...
- μόλος στα δανικά - muldvarp, mol, mol-, mole
Τυχαίες λέξεις
Μόδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tendens, mode, måde, tilbøjelighed, facon, fashion, vis
Μεταφράσεις: tendens, mode, måde, tilbøjelighed, facon, fashion, vis