Σπονδυλικός στα πολωνικά
Μετάφραση: σπονδυλικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pacierzowy, kręgowy, kręgów, kręgosłup, kręgowych, kręgowe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπονδυλικός
σπονδυλικόσ σωλήνασ, σπονδυλικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, σπονδυλικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σπλήνα στα πολωνικά - złość, zgryźliwość, hipochondria, śledziona, wściekłość, chandra, śledziony, ...
- σπογγώδης στα πολωνικά - porowaty, gąbkowaty, gąbczasty, pulchny, bibulasty, gąbczasta, gąbczaste
- σπονδυλωτό στα πολωνικά - kręgowiec, kręgowców, kręgowca, kręgowych
- σποραδικός στα πολωνικά - okolicznościowy, sezonowy, przypadkowy, nieregularny, rzadki, luźny, przelotny, ...
Τυχαίες λέξεις
Σπονδυλικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pacierzowy, kręgowy, kręgów, kręgosłup, kręgowych, kręgowe
Μεταφράσεις: pacierzowy, kręgowy, kręgów, kręgosłup, kręgowych, kręgowe