Αλλοδαπός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αλλοδαπός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estranho, estrangeiro, alienígena, estrangeira, estranha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλλοδαπός
αλλοδαπός ομόρρυθμος εταίρος, αλλοδαπός άδεια εργασίας, αλλοδαπός ετυμολογία, αλλοδαπόσ ορισμόσ, αλλοδαπός εργοδότης, αλλοδαπός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλλοδαπός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αλλιώς στα πορτογαλικά - diverso, outro, mais, diferente, alongar, caso contrário, de outro modo, ...
- αλλοίωση στα πορτογαλικά - ferimento, deterioração, degradação, a deterioração, agravamento, de deterioração
- αλλοιώνω στα πορτογαλικά - adulterar, corromper, alloiono
- αλλοπρόσαλλος στα πορτογαλικά - errático, irregular, errática, erráticos, erráticas
Τυχαίες λέξεις
Αλλοδαπός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estranho, estrangeiro, alienígena, estrangeira, estranha
Μεταφράσεις: estranho, estrangeiro, alienígena, estrangeira, estranha