Αμαυρώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αμαυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mácula, nódoa, mancha, borrão, escurecer, escurecem, escureça, escurece, obscurecer
Αμαυρώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμαυρώνω

αμαυρώνω ετυμολογια, αμαυρώνω συνώνυμο, αμαυρώνω αγγλικα, αμαυρώνω σημασια, αμαυρώνω συνώνυμα, αμαυρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμαυρώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμαρτία στα πορτογαλικά - pecado, pecar, simultâneo, o pecado, pecados, sin, pelo pecado
  • αμαρτωλός στα πορτογαλικά - pecador, pecadora, pecadores
  • αμβλύνω στα πορτογαλικά - remediar, atenue, atenuar, embotar, aborrecido, enfadonho, baço, ...
  • αμβλύς στα πορτογαλικά - despontar, obtuso, embotar, aborrecido, enfadonho, baço, entorpecer
Τυχαίες λέξεις
Αμαυρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mácula, nódoa, mancha, borrão, escurecer, escurecem, escureça, escurece, obscurecer