Ανίκανος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανίκανος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incompetente, incompetentes, incapaz, incompetência, incompetent
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανίκανος
ανίκανος για εργασία, ανίκανος προς εργασία, ανίκανος για δικαιοπραξία, ανίκανος αγγλικα, καζαντζάκης ανίκανος, ανίκανος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανίκανος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανήσυχος στα πορτογαλικά - ansioso, nervoso, preocupado, preocupada, preocupados, preocupado com, preocupadas
- ανήφορος στα πορτογαλικά - subida, escalada, subir, escalar, de subida
- ανίσχυρος στα πορτογαλικά - decrépito, nós, débil, frágil, fraco, caduco, impotente, ...
- ανίχνευση στα πορτογαλικά - detecção, detecção de, de detecção, a detecção, de detecção de
Τυχαίες λέξεις
Ανίκανος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incompetente, incompetentes, incapaz, incompetência, incompetent
Μεταφράσεις: incompetente, incompetentes, incapaz, incompetência, incompetent