Αναδίνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναδίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emitir, emita-se, eminente, exalar, expire, expirar, expira, exale
Αναδίνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναδίνω

αναδίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναδίνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναγόρευση στα πορτογαλικά - eleição, eleito, nomeação, indicação, indicação ao, candidatura, nominação
  • αναδάσωση στα πορτογαλικά - reflorestamento, reflorestação, de reflorestamento, o reflorestamento, reflorestamentos
  • αναδασώνω στα πορτογαλικά - reflorestar, reflorestamento, reflorestação, reforest, reflorestá
  • αναδευτήρας στα πορτογαλικά - liqüidificador, liquidificador, misturador, blender, misturadora
Τυχαίες λέξεις
Αναδίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emitir, emita-se, eminente, exalar, expire, expirar, expira, exale