Αναμφισβήτητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναμφισβήτητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indiscutivelmente, incontestavelmente, indisputably, indiscutível
Αναμφισβήτητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναμφισβήτητα

αναμφισβήτητα αντωνυμο, αναμφισβήτητα μετάφραση, αναμφισβήτητα λεξικο, αναμφισβήτητα σημασια, αναμφισβήτητα ή αδιαμφισβήτητα, αναμφισβήτητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναμφισβήτητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναμονή στα πορτογαλικά - espera, esperando, à espera, esperar, de espera
  • αναμφίβολος στα πορτογαλικά - indubitável, incontestável, indubitáveis, indiscutível, inquestionável
  • αναμόρφωση στα πορτογαλικά - reforma, reformação, da Reforma, Reformation, a reforma
  • ανανέωση στα πορτογαλικά - renovação, de renovação, a renovação, renovação de, prorrogação
Τυχαίες λέξεις
Αναμφισβήτητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: indiscutivelmente, incontestavelmente, indisputably, indiscutível