Αποδοτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποδοτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eficiente, eficaz, eficientes, eficiência, eficazes
Αποδοτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοτικός

αποδοτικός αλγόριθμος, αποδοτικός συνώνυμο, αποδοτικός συνώνυμα, αποδοτικός στα αγγλικά, αποδοτικός in english, αποδοτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδοτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποδοκιμάζω στα πορτογαλικά - vaiar, desaprovar, reprovar, desaprovam, desaprova, desaprovo
  • αποδοκιμασία στα πορτογαλικά - desapontamento, desaprovação, reprovação, a desaprovação, desagrado, desacordo
  • αποδοτικότητα στα πορτογαλικά - eficiência, eficácia, a eficiência, eficiência de, da eficiência
  • αποδοχές στα πορτογαλικά - salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eficiente, eficaz, eficientes, eficiência, eficazes