Αστοχώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αστοχώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
faltar, falta, rapariga, falhar, menina, garota, trair, moça, senhorita, perder, ocasião falhada, erro, falha
Αστοχώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστοχώ

αστοχώ συνώνυμο, αστοχώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αστοχώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αστιγματικός στα πορτογαλικά - astigmatic, astigmática, astigmatismo, astigmãtico, astigmático
  • αστικός στα πορτογαλικά - urbano, urânio, urbana, urbanos, urbanas
  • αστράγαλος στα πορτογαλικά - tornozelo, artelho, do tornozelo, de tornozelo, no tornozelo, tornozelos
  • αστράφτω στα πορτογαλικά - iluminar, aliviar, clarear, aligeirar, ilumine
Τυχαίες λέξεις
Αστοχώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: faltar, falta, rapariga, falhar, menina, garota, trair, moça, senhorita, perder, ocasião falhada, erro, falha