Asilo στα ελληνικά

Μετάφραση: asilo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσυλο, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Asilo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asfaltar στα ελληνικά - ναύτης, αργός, κατράμι, καθυστερημένος, πίσσα, άσφαλτο, ασφάλτου, ...
  • asfalto στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
  • asno στα ελληνικά - πόρτα, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
  • aspecto στα ελληνικά - κοιτάζω, τοπίο, προοπτική, εμφάνιση, πλευρά, αντικρίζω, έκφραση, ...
Τυχαίες λέξεις
Asilo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσυλο, καταφύγιο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου