Διπλώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διπλώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dobrar, fechar, dobra, despistar, vezes, dobre, desistir
Διπλώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλώνω

διπλώνω english, απλώνω ρούχα, διπλώνω χαρτοπετσέτες, πως διπλώνω, διπλώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διπλώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διπλωματικότητα στα πορτογαλικά - diplomacia, a diplomacia, da diplomacia, diplomacy, diplomática
  • διπλός στα πορτογαλικά - ponto, pontilhar, duplo, dúplice, dobro, dupla, casal, ...
  • δισεκατομμύριο στα πορτογαλικά - bilhão, mil milhões, bilhões, bilhões de, mil milhões de
  • δισκοβολία στα πορτογαλικά - lançamento de disco, lançamento do disco
Τυχαίες λέξεις
Διπλώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dobrar, fechar, dobra, despistar, vezes, dobre, desistir