Δυσπιστία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δυσπιστία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distrito, desconfiar, desconfiança, a desconfiança, desconfianças, distrust
Δυσπιστία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσπιστία

δυσπιστία συνώνυμα, δυσπιστία συνώνυμο, δυσπιστία αγγλικά, δυσπιστία english, δυσπιστία ορισμός, δυσπιστία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δυσπιστία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δυσνόητος στα πορτογαλικά - obscuro, obrigar, penhorar, obscura, obscuros, obscuras, obscurecer
  • δυσοίωνος στα πορτογαλικά - pouco auspicioso, infeliz, inauspicious, inauspicioso, inauspiciosa
  • δυστυχής στα πορτογαλικά - abrir, desdobrar, infeliz, infelizes, descontente, descontentes, triste
  • δυστυχία στα πορτογαλικά - infortúnio, miserável, miséria, infelicidade, a infelicidade, tristeza, unhappiness, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσπιστία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: distrito, desconfiar, desconfiança, a desconfiança, desconfianças, distrust