Εκκλησίασμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκκλησίασμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
congregação, assembleia, igreja, congregation
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκλησίασμα
εκκλησίασμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκκλησίασμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκκενώνω στα πορτογαλικά - limpar, vago, puro, remoção, evacue, purgar, europeu, ...
- εκκλησία στα πορτογαλικά - igrejas, igreja, templo, Church, da igreja, igreja de, de igreja
- εκκολάπτομαι στα πορτογαλικά - escotilha, hachura, portinhola, de hachura, eclodem
- εκκρίνω στα πορτογαλικά - largar, desentalar, libere, retransmitir, descongestionar, despedimento, transpirar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκλησίασμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: congregação, assembleia, igreja, congregation
Μεταφράσεις: congregação, assembleia, igreja, congregation