Ampliar στα ελληνικά
Μετάφραση: ampliar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, προέκταση, εκτείνω, επέκταση, εκτείνομαι, έκταση, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amotinar στα ελληνικά - επανάσταση, εξέγερση, ταραχές, ταραχών, αναταραχές, διαδηλώσεις
- amparar στα ελληνικά - υποστήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, ...
- ampliação στα ελληνικά - εξασφαλίζω, κατατάσσομαι, εντάσσω, μεγέθυνση, επέκταση, παράταση, επέκτασης, ...
- amplidão στα ελληνικά - μέγεθος, αναλογία, διάσταση, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Ampliar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, προέκταση, εκτείνω, επέκταση, εκτείνομαι, έκταση, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε
Μεταφράσεις: επεκτείνω, προέκταση, εκτείνω, επέκταση, εκτείνομαι, έκταση, μεγέθυνση, Κίνδυνος, μεγένθυση, enlarge, μεγεθύνετε