Εξασθένηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξασθένηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declínio, queda, diminuição, redução, descida
Εξασθένηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξασθένηση

εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξασθένηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξαρθρώνω στα πορτογαλικά - malquerer, desencaixar, desagrado, desagradar, deslocar, deslocam, deslocar a, ...
  • εξαρτώμαι στα πορτογαλικά - depender, partida, dependa, dependem, depende, dependerá, dependerão
  • εξασκώ στα πορτογαλικά - exercício, praticar, prática, práticas, a prática, prática de
  • εξασφαλίζω στα πορτογαλικά - ampliação, aliste, I, eu, que eu, que, me
Τυχαίες λέξεις
Εξασθένηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: declínio, queda, diminuição, redução, descida