Επίτευγμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επίτευγμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguir, perseguição, acossar, perseguir, realização, consecução, obtenção, atingir, alcançar
Επίτευγμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίτευγμα

πολιτιστικό επίτευγμα, επίτευγμα συνώνυμα, επίτευγμα λεξικό, επίτευγμα ορισμός, επίτευγμα ετυμολογία, επίτευγμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επίτευγμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επίσπευση στα πορτογαλικά - aceleração, de aceleração, a aceleração, aceleração de, acceleration
  • επίταξη στα πορτογαλικά - requisição, requerer, renque, sequestro, requisição de, de requisição, solicitação, ...
  • επίτευξη στα πορτογαλικά - realização, consecução, obtenção, atingir, alcançar
  • επίτηδες στα πορτογαλικά - deli, deliberadamente, deliberada, intencionalmente
Τυχαίες λέξεις
Επίτευγμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: seguir, perseguição, acossar, perseguir, realização, consecução, obtenção, atingir, alcançar