Perseguir στα ελληνικά
Μετάφραση: perseguir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταδίωξη, παγανίζω, ασκώ, επιδιώκω, ασχολία, επίτευγμα, κυνηγώ, κυνηγητό, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- perpétuo στα ελληνικά - παντοτινός, ενδελεχής, αιώνιος, αέναος, διαρκής, αέναη, διαρκές, ...
- persa στα ελληνικά - Πέρσης, περσικός, Περσικά, περσική, Περσικό
- perseguição στα ελληνικά - καταδίωξη, σπρώξιμο, σπρώχνω, επίτευγμα, κυνηγώ, ασχολία, διωγμός, ...
- perseveração στα ελληνικά - πείθω, εμμονή, μοτίβο συμπεριφορών
Τυχαίες λέξεις
Perseguir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταδίωξη, παγανίζω, ασκώ, επιδιώκω, ασχολία, επίτευγμα, κυνηγώ, κυνηγητό, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
Μεταφράσεις: καταδίωξη, παγανίζω, ασκώ, επιδιώκω, ασχολία, επίτευγμα, κυνηγώ, κυνηγητό, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι