Seguir στα ελληνικά
Μετάφραση: seguir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατεργάζομαι, προχωρώ, μιμούμαι, παρακολουθώ, προβαίνω, ασκώ, επουσιώδης, παραβρίσκομαι, παγανίζω, επίτευγμα, ακολουθώ, επεξεργάζομαι, καταδίωξη, διαδικασία, ασχολία, επιδιώκω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- seguidores στα ελληνικά - παρακολούθηση, οπαδοί, ακολουθία, οπαδούς, τους οπαδούς, οι οπαδοί, οπαδών
- seguinte στα ελληνικά - υποκινώ, μετά, ακολουθία, παρακολούθηση, οπαδοί, τσιμπολόγημα, επόμενος, ...
- segunda στα ελληνικά - δευτερεύων, δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
- segunda-feira στα ελληνικά - λεφτά, Δευτέρα, Δευτέρας, της Δευτέρας, τη Δευτέρα
Τυχαίες λέξεις
Seguir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατεργάζομαι, προχωρώ, μιμούμαι, παρακολουθώ, προβαίνω, ασκώ, επουσιώδης, παραβρίσκομαι, παγανίζω, επίτευγμα, ακολουθώ, επεξεργάζομαι, καταδίωξη, διαδικασία, ασχολία, επιδιώκω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Μεταφράσεις: κατεργάζομαι, προχωρώ, μιμούμαι, παρακολουθώ, προβαίνω, ασκώ, επουσιώδης, παραβρίσκομαι, παγανίζω, επίτευγμα, ακολουθώ, επεξεργάζομαι, καταδίωξη, διαδικασία, ασχολία, επιδιώκω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε